Σημασία : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μεταβάλλω· αλλαγή: Eπιφέρω μεταβολές σε ένα πρόγραμμα. ~ προς το καλύτερο / το χειρότερο. ~ του καιρού / της θερμοκρασίας. H πολιτική ~ που άρχισε μετά τις εκλογές. || (αστρον.): ~ ενός αστέρα, αυξομείωση της λάμψης και κατά συνέπεια του μεγέθους του. 2. (γυμν.) αλλαγή μετώπου προς την αντίθετη κατεύθυνση: Παράγγελμα για ~. Έκανε ~ κι έφυγε βιαστικά.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. μεταβολή
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης