'καταστολή'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : καταστολή
Αγγλικά : repression
Α. καταστολή
Σημασία : η ενέργεια του καταστέλλω. 1. αποτελεσματικός έλεγχος μιας εκρηκτικής κατάστασης, έτσι ώστε να μην μπορέσει να εξελιχθεί και να επεκταθεί: H στρατιωτική ηγεσία πέτυχε την ~ του κινήματος. O στρατός και η αστυνομία είναι δυνάμεις καταστολής. Πρόληψη και ~ της εγκληματικότητας. Kράτος καταστολής, μειωτικά, για ένα κράτος, όπου τον κύριο ρόλο έχουν οι δυνάμεις και τα μέσα καταστολής. 2. ελάττωση της έντασης μιας σωματικής ή ψυχικής αντίδρασης ή λειτουργίας: H ~ των παθών. H ~ υπερπαραγωγής ορμονών.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. καταστολή, αρχ. σημ.: `επιφύλαξη΄
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αναπνευστική καταστολή
καταστολή της αναπνοής
καταστολή του βήχα
καταστολή του μυελού των οστών
καταστολή του φλοιού των επινεφριδίων
μεταγραφική καταστολή, καταστολή της μεταγραφής
μυελοκαταστολή, καταστολή του μυελού των οστών, μυελική καταστολή
Σχετικά κείμενα
46 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 3.43 δευτερόλεπτα