'ολοκαρβοξυλασική ανεπάρκεια'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : ολοκαρβοξυλασική ανεπάρκεια
Α. καταστολή
Σημασία : η ενέργεια του καταστέλλω. 1. αποτελεσματικός έλεγχος μιας εκρηκτικής κατάστασης, έτσι ώστε να μην μπορέσει να εξελιχθεί και να επεκταθεί: H στρατιωτική ηγεσία πέτυχε την ~ του κινήματος. O στρατός και η αστυνομία είναι δυνάμεις καταστολής. Πρόληψη και ~ της εγκληματικότητας. Kράτος καταστολής, μειωτικά, για ένα κράτος, όπου τον κύριο ρόλο έχουν οι δυνάμεις και τα μέσα καταστολής. 2. ελάττωση της έντασης μιας σωματικής ή ψυχικής αντίδρασης ή λειτουργίας: H ~ των παθών. H ~ υπερπαραγωγής ορμονών.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. καταστολή, αρχ. σημ.: `επιφύλαξη΄
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
καταστολή/repression
Σχετικά κείμενα
46 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.57 δευτερόλεπτα