Αναζήτηση / Search
'βιοψία'Αντίστοιχα λήμματα λεξικού 1. (Ουσιαστικό)Ελληνικά : βιοψίαΑγγλικά : biopsyΑ. βιοψίαΣημασία : μικροσκοπική εξέταση τμήματος ιστού που έχει αφαιρεθεί από το σώμα ζωντανού οργανισμού: Oι γιατροί δεν μπόρεσαν να κάνουν διάγνωση παρά τις επανειλημμένες βιοψίες. Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. biopsie < bi(o)- = βι(ο)- + αρχ. ὄψ(ις) -ίαΠηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής NεοελληνικήςΙνστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη ΤριανταφυλλίδηΕπιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησηςβιοψία εγκεφάλου, εγκεφαλική βιοψίαβιοψία μυελού των οστώνβιοψία μυόςβιοψία οργάνου, βιοψία οργάνωνβιοψία της ωοθήκης, βιοψία των ωοθηκώνβιοψία του ενδομητρίου, ενδομητρική βιοψίαγαστρική βιοψία, βιοψία του στομάχουδιαβρογχική βιοψίαδωδεκαδακτυλική βιοψία, βιοψία του δωδεκαδακτύλουενδοβρογχική βιοψίαενδοσκοπική βιοψίαεντερική βιοψία, βιοψία του εντέρουηπατική βιοψίανεφρική βιοψίαορθική βιοψίαπεριτοναϊκή βιοψία, βιοψία του περιτοναίου
Σχετικά κείμενα 36 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.90 δευτερόλεπτα
Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνώνΕπιστροφή στην αρχική σελίδα - Επικοινωνία
Λεξικό
×