'μυοεπιθηλιακός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : μυοεπιθηλιακό κύτταρο
Α. βιοψία
Σημασία : μικροσκοπική εξέταση τμήματος ιστού που έχει αφαιρεθεί από το σώμα ζωντανού οργανισμού: Oι γιατροί δεν μπόρεσαν να κάνουν διάγνωση παρά τις επανειλημμένες βιοψίες.
Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. biopsie < bi(o)- = βι(ο)- + αρχ. ὄψ(ις) -ία
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
βιοψία/biopsy
Σχετικά κείμενα
36 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.14 δευτερόλεπτα