Σημασία : 1. έλεγχος για να διαπιστωθεί: α. η καταλληλότητα ή η ποιότητα ενός πράγματος: H ~ ενός μετάλλου στη σκληρότητα / στην αντοχή. || (ιατρ.) εργαστηριακή εξέταση για την ανεύρεση στοιχείων που βοηθούν στη διάγνωση: Hπατικές δοκιμασίες. β. κάποια συγκεκριμένη ιδιότητα ή ικανότητα ενός ατόμου: Περίοδος δοκιμασίας, δοκιμής. (έκφρ.) θέτω / βάζω σε ~ την αντοχή / την υπομονή κάποιου, κάνω κτ. που δύσκολα μπορεί κάποιος να το αντέξει, να το υπομείνει. || Γραπτή / προφορική ~, εξέταση μαθητή, γραπτή ή προφορική, για τον έλεγχο των γνώσεών του· (πρβ. τεστ). 2. πολύ μεγάλη ψυχική ή και σωματική ταλαιπωρία: Πέρασε πολλές δοκιμασίες στη ζωή του. O πόλεμος / η αρρώστια είναι πάντα μια μεγάλη ~.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. δοκιμασία
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης