'βιοψία οργάνου, βιοψία οργάνων'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : βιοψία οργάνου, βιοψία οργάνων
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αναπνευστική αλκάλωση
αναπνευστική αλυσίδα
αναπνευστική ανακοπή
αναπνευστική ανεπάρκεια
αναπνευστική αντλία
αναπνευστική γυμναστική
αναπνευστική διαταραχή
αναπνευστική δύσπνοια, δύσπνοια αναπνευστικής αιτιολογίας
αναπνευστική δυσχέρεια
αναπνευστική έκρηξη
αναπνευστική εφεδρεία
αναπνευστική καταστολή
αναπνευστική κίνηση
αναπνευστική λειτουργία
αναπνευστική οδός
αναπνευστική οξέωση
αναπνευστική συχνότητα, αναπνευστικός ρυθμός, συχνότητα αναπνοών
αναπνευστικό βρογχιόλιο
αναπνευστικό δέντρο
αναπνευστικό επιθήλιο
αναπνευστικό κέντρο, κέντρο της αναπνοής
αναπνευστικό σύστημα
αναπνευστικό ψιθύρισμα, κυψελιδικό αναπνευστικό ψιθύρισμα, κυψελιδικός ήχος της αναπνοής
αναπνευστικός/respiratory
αναπνευστικός κύκλος
αναπνευστικός μύς
αναπνευστικός συγκυτιακός ιός
ανώτερη αναπνευστική οδός
κατώτερη αναπνευστική οδός
λοίμωξη ανωτέρου αναπνευστικού
λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος, αναπνευστική λοίμωξη
οξεία αναπνευστική ανεπάρκεια
πνευμονοπάθεια, αναπνευστική νόσος, πνευμονική νόσος
σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας των ενηλίκων
χρόνια αναπνευστική αλκάλωση
χρόνια αναπνευστική ανεπάρκεια
χρόνια αναπνευστική οξέωση
Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα
Χρόνος αναζήτησης : 0.03 δευτερόλεπτα