Αναζήτηση / Search

  

 

'πυραμοειδής'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : πυραμοειδής


Α. πυραμοειδής -ής -ές

Σημασία : πυραμιδοειδής. || (ανατ.): O ~ μυς της κοιλιάς / του αυτιού. Πυραμοειδές οστό.

Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. πυραμοειδής

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

πυραμοειδές οστόπυραμοειδής λοβός του θυρεοειδούς αδένα, πυραμοειδής λοβός



Σχετικά κείμενα

1 αποτέλεσμα βρέθηκε

Χρόνος αναζήτησης : 1.26 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία