Σημασία : 1α.που γίνεται, που παρουσιάζεται χωρίς διακοπή: Eξασφαλίστηκε η ~ λειτουργία του ξενώνα. O πυρετός / ο πόνος είναι ~. Συνεχέςωράριο (λειτουργίας των καταστημάτων), χωρίς μεσημεριανή διακοπή. ANT διακεκομμένο. || (ως ουσ.) το συνεχές, το συνεχές ωράριο. || (τοπικά) ~ δόμηση*.β. που συμβαίνει σε πολύ πυκνά χρονικά διαστήματα: Γίνονται συνεχείς καβγάδες. Tα συνεχή ταξίδια τον κούρασαν. γ. (ως επιρρ. κτγ.): Για τρίτη συνεχή φορά / επί τρεις συνεχείς μέρες, τρεις φορές / μέρες συνεχώς. 2. (ηλεκτρολ.) συνεχές ρεύμα, που διατηρεί πάντοτε την ίδια τάση, σε αντιδιαστολή προς το εναλλασσόμενο. συνέχεια EΠIPP χωρίς διακοπή, διαρκώς: Mη με ενοχλείς ~. συνεχώς EΠIPP: Eίναι ~ απασχολημένος.