'θυρεοτροπίνη, θυρεοειδοτροπίνη, θυρεοειδοτρόπος ορμόνη'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : θυρεοτροπίνη, θυρεοειδοτροπίνη, θυρεοειδοτρόπος ορμόνη
Αγγλικά : thyrotropin, thyroid-stimulating hormone, TSH
Α. μωρία
Σημασία : (λόγ.) ανοησία, βλακεία.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. μωρία
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
καρκίνος του στόματος, στοματικός καρκίνος
στοματική καντιντίαση, καντιντίαση του στόματος, καντιντίαση της στοματικής κοιλότητας
στοματική κοιλότητα, κοιλότητα του στόματος
στοματική υγεία
στοματικό εκνέφωμα
στοματικό έλκος
στοματικό επιθήλιο, επιθήλιο του στόματος
στοματικός/oral
στοματικός βλεννογόνος, βλεννογόνος του στόματος
υγιεινή του στόματος, στοματική υγιεινή
υποδοχέας της θυρεοτροπίνης
Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα
Χρόνος αναζήτησης : 0.98 δευτερόλεπτα