Αναζήτηση / Search

  

 

'θυρεοτροπίνη, θυρεοειδοτροπίνη, θυρεοειδοτρόπος ορμόνη'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : θυρεοτροπίνη, θυρεοειδοτροπίνη, θυρεοειδοτρόπος ορμόνη
Αγγλικά : thyrotropin, thyroid-stimulating hormone, TSH


Α. μωρία

Σημασία : (λόγ.) ανοησία, βλακεία.

Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. μωρία

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

καρκίνος του στόματος, στοματικός καρκίνοςστοματική καντιντίαση, καντιντίαση του στόματος, καντιντίαση της στοματικής κοιλότηταςστοματική κοιλότητα, κοιλότητα του στόματοςστοματική υγείαστοματικό εκνέφωμαστοματικό έλκοςστοματικό επιθήλιο, επιθήλιο του στόματοςστοματικός/oralστοματικός βλεννογόνος, βλεννογόνος του στόματοςυγιεινή του στόματος, στοματική υγιεινήυποδοχέας της θυρεοτροπίνης



Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα

Χρόνος αναζήτησης : 1.01 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία