'νευραλγία'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : νευραλγία
Αγγλικά : neuralgia
Σημασία : Πόνος που εντοπίζεται στην περιοχή κατανομής της αισθητικής μοίρας νωτιαίου ή κρανιακού νεύρου και μπορεί μεν να οφείλεται σε βλάβη του αντίστοιχου νεύρου, συχνά όμως στερείται παθολογοανατομικού υποστρώματος.
Α. νευραλγία
Σημασία : δυνατοί πόνοι στην περιοχή κάποιου αισθητήριου νεύρου. || (ειδικότ.) πόνοι στην περιοχή του κεφαλιού ή του προσώπου: ~ του τριδύμου.
Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. névralgie < névr(o)- = νευρ(ο)- + -algie = -αλγία (πρβ. μσν. νευραλγία περίπου ίδ. σημ.)
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ερπητική νευραλγία
μεθερπητική νευραλγία
νευραλγία γλωσσοφαρυγγικού, γλωσσοφαρυγγική νευραλγία
νευραλγία τριδύμου, τριδυμική νευραλγία
σφηνοϋπερώια νευραλγία
Σχετικά κείμενα
2 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.14 δευτερόλεπτα