'αποσυμφορητικό του ρινικού βλεννογόνου, αποσυμφορητικό της μύτης, αποσυμφορητικό'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : αποσυμφορητικό του ρινικού βλεννογόνου, αποσυμφορητικό της μύτης, αποσυμφορητικό
Αγγλικά : decongestant
Α. ξηροστομία
Σημασία : (ιατρ.) ξηρότητα του στόματος.
Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. xérostomie < xéro- = ξηρο- + αρχ. στόμ(α) -ie = -ία
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
γονοκοκκική αρθρίτιδα, αρθρίτιδα από γονόκοκκο
γονοκοκκική βακτηριαιμία, βακτηριαιμία από γονόκοκκο
γονοκοκκική επιπεφυκίτιδα, επιπεφυκίτιδα από γονόκοκκο
γονοκοκκική κολπίτιδα, κολπίτιδα από γονόκοκκο
γονοκοκκική λοίμωξη, λοίμωξη από γονόκοκκο
γονοκοκκική μηνιγγίτιδα, μηνιγγίτιδα από γονόκοκκο
γονοκοκκική ουρηθρίτιδα, ουρηθρίτιδα από γονόκοκκο
γονοκοκκική οφθαλμία
γονοκοκκική περιηπατίτιδα, περιηπατίτιδα από γονόκοκκο
γονοκοκκική περιτονίτιδα, περιτονίτιδα από γονόκοκκο
γονοκοκκική πρωκτίτιδα, πρωκτίτιδα από γονόκοκκο
γονοκοκκική σαλπιγγίτιδα, σαλπιγγίτιδα από γονόκοκκο
γονοκοκκική τραχηλίτιδα, τραχηλίτιδα από γονόκοκκο
γονοκοκκική φαρυγγίτιδα, φαρυγγίτιδα από γονόκοκκο
γονοκοκκικό αντιγόνο, αντιγόνο του γονοκόκκου
γονοκοκκικός/gonococcal
γονοκοκκικός λιποπολυσακχαρίτης, λιποπολυσακχαρίτης του γονοκόκκου
Σχετικά κείμενα
29 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 0.75 δευτερόλεπτα