Αναζήτηση / Search

  

 

'συνουσία, σεξουαλική επαφή'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : συνουσία, σεξουαλική επαφή
Αγγλικά : sexual intercourse


Α. συνουσία

Σημασία : η σεξουαλική επαφή του αρσενικού με το θηλυκό, κυρίως για άντρα και γυναίκα: Διακεκομμένη ~, που διακόπτεται πριν εκσπερματίσει ο άντρας.

Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. συνουσία

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης





Σχετικά κείμενα

16 αποτελέσματα βρέθηκαν

1Εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας
2Κύηση
3Όσα πρέπει να γνωρίζετε για το AIDS
4Ηπατίτιδα
5Εμβόλια εφηβικής ηλικίας
6Μεταβολές γονιμοποιημένου ωαρίου μέχρι την εμφύτευση
7Μυκοπλασματικός αποικισμός του γυναικείου γεννητικού συστήματος ως αιτία καθ'έξιν αποβολών
8Ο ρόλος της μη ειδικής βακτηριακής κολπίτιδας στις καθ'έξιν αποβολές
9Σύνδρομο θηλεοποιητικών όρχεων
10Η ανάπτυξη της ουρογεννητικής οδού στο αρσενικό έμβρυο
11Επιλογή του φύλου - Βιοηθική
12Βασική ανάλυση σπέρματος
13Ανδρική υπογονιμότητα
14Ψυχοσεξουαλικές διαταραχές
15Η πολιτισμική παραγωγή της αρρώστιας
16Ιατροδικαστική διερεύνηση κηλίδων σπέρματος

Χρόνος αναζήτησης : 2.46 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία