'υπεραιμία'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : υπεραιμία
Αγγλικά : hyperemia/aemia
Α. υπεραιμία
Σημασία : (ιατρ.) συσσώρευση μεγάλης ποσότητας αίματος σε ένα όργανο ή σε ορισμένο σημείο του σώματος.
Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. hyperhémie < hyper- = υπερ- + αρχ. αxμ(α) -ie = -ία
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
υπεραιμία του γαστρικού βλεννογόνου
υπεραιμία του ρινικού βλεννογόνου
υπεραιμία των επιπεφυκότων, υπεραιμία του επιπεφυκότα
Σχετικά κείμενα
3 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.40 δευτερόλεπτα