Αναζήτηση / Search

  

 

'μηνιγγίτιδα, φλεγμονή των μηνίγγων'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : μηνιγγίτιδα, φλεγμονή των μηνίγγων
Αγγλικά : meningitis


Α. μηνιγγίτιδα

Σημασία : οξεία ή χρόνια φλεγμονή των μηνίγγων: Φυματιώδης ~.

Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. méningite < méning(e) (δες στο μηνιγγικός) -ite = -ίτις > -ίτιδα

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

άσηπτη μηνιγγίτιδαβακτηριακή μηνιγγίτιδαγονοκοκκική μηνιγγίτιδα, μηνιγγίτιδα από γονόκοκκοερπητική μηνιγγίτιδαηωσινόφιλη μηνιγγίτιδαιογενής μηνιγγίτιδαιογενής μηνιγγίτιδακαρκινωματώδης μηνιγγίτιδακρυπτοκοκκική μηνιγγίτιδαλευχαιμική μηνιγγίτιδαμη βακτηριακή μηνιγγίτιδαμηνιγγιτιδοκοκκική μηνιγγίτιδα, μηνιγγίτιδα από μηνιγγιτιδόκοκκομικροβιακή μηνιγγίτιδα, μηνιγγική λοίμωξημυκητιασική μηνιγγίτιδανεογνική μηνιγγίτιδα, μηνιγγίτιδα των νεογνώνπνευμονιοκοκκική μηνιγγίτιδαπυώδης μηνιγγίτιδασταφυλοκοκκική μηνιγγίτιδα, μηνιγγίτιδα από σταφυλόκοκκοστρεπτοκοκκική μηνιγγίτιδα, μηνιγγίτιδα από στρεπτόκοκκουποξεία μηνιγγίτιδαφυματιώδης μηνιγγίτιδαχρόνια μηνιγγίτιδα



Σχετικά κείμενα

10 αποτελέσματα βρέθηκαν

Χρόνος αναζήτησης : 1.73 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία