Αναζήτηση / Search

  

 

'φαρυγγίτιδα, φλεγμονή του φάρυγγα'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : φαρυγγίτιδα, φλεγμονή του φάρυγγα
Αγγλικά : pharyngitis


Α. φαρυγγίτιδα

Σημασία : φλεγμονή των τοιχωμάτων του φάρυγγα: Oξεία / χρόνια ~.

Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. pharyngite < pharynx < αρχ. φάρυγξ (δες φάρυγγας) -ite = -ίτις > -ίτιδα

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

γονοκοκκική φαρυγγίτιδα, φαρυγγίτιδα από γονόκοκκοερπητική φαρυγγίτιδαιογενής φαρυγγίτιδαοξεία στρεπτοκοκκική φαρυγγίτιδαοξεία φαρυγγίτιδαστρεπτοκοκκική φαρυγγίτιδα, φαρυγγίτιδα από στρεπτόκοκκοχρόνια φαρυγγίτιδα



Σχετικά κείμενα

3 αποτελέσματα βρέθηκαν

Χρόνος αναζήτησης : 1.34 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία