Σημασία : η εσοχή που υπάρχει στην επιφάνεια ενός σώματος: ~ του εδάφους. || (ανατ.) περιοχή του σώματος στην οποία περικλείονται διάφορα όργανα: Θωρακική ~. H ~ της λεκάνης. Pινική ~. H ~ της μήτρας.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. κοιλότης, αιτ. -ητα
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης