'κοιλότητα'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : κοιλότητα
Αγγλικά : cavity
Α. κοιλότητα
Σημασία : η εσοχή που υπάρχει στην επιφάνεια ενός σώματος: ~ του εδάφους. || (ανατ.) περιοχή του σώματος στην οποία περικλείονται διάφορα όργανα: Θωρακική ~. H ~ της λεκάνης. Pινική ~. H ~ της μήτρας.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. κοιλότης, αιτ. -ητα
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αεροφόρος κοιλότητα
αμνιακή κοιλότητα, κοιλότητα του αμνίου
αρθρική κοιλότητα, κοιλότητα της άρθρωσης
αρχέγονος λεκιθικός ασκός, εξωκοιλωματική κοιλότητα
θωρακική κοιλότητα, κοιλότητα του θώρακα
θωρακική κοιλότητα, κοιλότητα του θώρακα
καρδιακή κοιλότητα, κοιλότητα της καρδιάς
κοιλιακή κοιλότητα, κοιλότητα της κοιλίας
κοιλότητα της μήτρας, ενδομητρική κοιλότητα
κοιλότητα του μέσου αυτιού
κοιλότητα του υπεζωκότα
κρανιακή κοιλότητα, κοιλότητα του κρανίου
περικαρδιακή κοιλότητα, κοιλότητα του περικαρδίου
περιτοναϊκή κοιλότητα, κοιλότητα του περιτοναίου
πολφική κοιλότητα, κοιλότητα του πολφού, πολφικός θάλαμος
πυελική κοιλότητα, κοιλότητα της πυέλου
ρινική κοιλότητα, κοιλότητα της μύτης
ρινοφαρυγγική κοιλότητα, κοιλότητα του ρινοφάρυγγα
στοματική κοιλότητα, κοιλότητα του στόματος
τραχηλική κοιλότητα, κοιλότητα του τραχήλου της μήτρας
υαλοειδική κοιλότητα
υπεζωκοτική κοιλότητα
χοριακή κοιλότητα, κοιλότητα του χορίου
Σχετικά κείμενα
79 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 5.00 δευτερόλεπτα