'παραπληρωματικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : παραπληρωματικός
Α. παραπληρωματικός -ή -ό
Σημασία : που αποτελεί παραπλήρωμα, που ανήκει ή αναφέρεται σε αυτό. || (γεωμ.) παραπληρωματικές γωνίες, δυο γωνίες που, όταν προστεθούν, δίνουν άθροισμα δύο ορθών (180 μοιρών). παραπληρωματικά EΠIPP.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. παραπλη ρωματικός `συμπληρωματικός΄ σημδ. γαλλ. (angle) supplémantaire
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αντιψυχωσικό φάρμακο, αντιψυχωσικό
παραπληρωματικό νεύρο, ενδέκατη εγκεφαλική συζυγία
Σχετικά κείμενα
79 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 5.06 δευτερόλεπτα