Σημασία : (ιατρ.) αύξηση της κοιλότητας ενός οργάνου του σώματος λόγω υπερβολικής πίεσης που ασκήθηκε στα εσωτερικά της τοιχώματα: ~ μιας φλέβας / αρτηρίας. ~ των καρδιακών κοιλοτήτων.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. διάτα(σις) -ση
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης