Αναζήτηση / Search

  

 

'πλύση'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : πλύση


Α. πλύση

Σημασία : 1. καθάρισμα με νερό, απορρυπαντικά κτλ., πλύσιμο. || (ειδικότ.) το πλύσιμο ρούχων στο χέρι ή στο πλυντήριο, η μπουγάδα: Bάζω ~ δύο φορές τη βδομάδα. (παρωχ.) Σόδα της πλύσης (σε αντιδιαστολή προς αυτήν του φαγητού). 2. καθαρισμός τραύματος ή σωματικής κοιλότητας (συνήθ. με αντισηπτικό): ~ στομάχου / αυτιών. (Eνδο)κολπική ~. 3. (χημ.) καθαρισμός ιζημάτων, ορυκτών, υφαντικών ινών κτλ. ΦP ~ εγκεφάλου, η ανορθόδοξη επέμβαση στην προσωπικότητα ενός ατόμου, που γίνεται με στόχο τη μείωση της κριτικής του ικανότητας, τον επηρεασμό και τη μεταβολή της σκέψης και της (πολιτικής, ιδεολογικής κτλ.) στάσης του, μέσο της άσκησης ισχυρών φυσικών και ψυχοδιανοητικών πιέσεων: H τηλεόραση κατηγορήθηκε για ~ εγκεφάλου των τηλεθεατών.

Ετυμολογία : 1: αρχ. πλύ(σις) -ση· 2, 3: λόγ. < αρχ. πλύ(σις) -ση (ΦP μτφρδ. αγγλ. brainwashing)

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

πλύση στομάχου, γαστρική πλύσηπλύση της ουροδόχου κύστηςπλύση του στόματος



Σχετικά κείμενα

6 αποτελέσματα βρέθηκαν

Χρόνος αναζήτησης : 1.43 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία