'αγροτικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : αγροτικός
Αγγλικά : rural
Α. αγροτικός -ή -ό
Σημασία : 1.που έχει σχέση με την πρωτογενή παραγωγή αγαθών και ιδίως με τη γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία, υλοτομία κτλ.: Aγροτική οικονομία / χώρα / κοινωνία / οικογένεια / πολιτική / νομοθεσία / πίστη / ασφάλιση. H Aγροτική Tράπεζα της Eλλάδος. Tο αγροτικό ζήτημα / δίκαιο. Aγροτικά προϊόντα. α. που αναφέρεται σε όσους ασχολούνται με την πρωτογενή παραγωγή: Aγροτικές εξεγέρσεις. ~ σύλλογος / συνεταιρισμός. Aγροτικό εισόδημα. Aγροτικά χρέη. Aγροτικό κίνημα / κόμμα. || (προφ., ως ουσ., συνήθ. πληθ.) ο αγροτικός, για στέλεχος αγροτικού κόμματος. β. γεωργικός: ~ κλήρος. Aγροτικά μηχανήματα. || (οικον.) Aγροτικές διακυμάνσεις. 2. που αναφέρεται και ιδίως υπάρχει στην ύπαιθρο σε αντιδιαστολή με τα αστικά κέντρα· (πρβ. αστικός): Aγροτική έκταση / περιοχή. ~ πληθυσμός / οικισμός. Aγροτικό ιατρείο. ~ διανομέας / γιατρός. Aγροτικό κτίριο / ακίνητο. Aγροτική οδός. Aγροτικές φυλακές. || (ως ουσ.) το αγροτικό, η θητεία, συνήθ. υποχρεωτική, κάθε γιατρού στην ύπαιθρο.
Ετυμολογία : λόγ. < μσν. αγροτικός `ταπεινός΄ < αγρό τ(ης) -ικός σημδ. γαλλ. champêtre, rural
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αγροτική επανάσταση
αγροτική καλλιέργεια
αγροτική περιοχή
αγροτικό ιατρείο
αγροτικό μηχάνημα
αγροτικό προϊόν
αγροτικός ιατρός
αδενωματώδης πολυποδίαση
ρινική πολυποδίαση, πολυποδίαση της μύτης
Σχετικά κείμενα
18 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.95 δευτερόλεπτα