'αδενικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : αδενικός
Αγγλικά : glandular
Α. αδενικός -ή -ό
Σημασία : 1.που έχει σχέση με αδένα ή που ανήκει σε αυτόν: ~ ιστός. Aδενικά κύτταρα. 2. (παρωχ.) που πάσχει από αδενοπάθεια: Aδενικά παιδιά. Eίναι ~.
Ετυμολογία : λόγ. αδεν- (δες αδένας) -ικός μτφρδ. γαλλ. grandulaire
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αδενική έκκριση
αδενικό επιθήλιο
αδενικό κύτταρο, αδενοκύτταρο
Σχετικά κείμενα
19 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.04 δευτερόλεπτα