Αναζήτηση / Search

  

 

'στρεπτοκοκκίαση, λοίμωξη από στρεπτόκοκκο'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : στρεπτοκοκκίαση, λοίμωξη από στρεπτόκοκκο


Α. στρεπτοκοκκίαση

Σημασία : (ιατρ.) λοίμωξη (τοπική ή γενική) που οφείλεται σε στρεπτόκοκκο.

Ετυμολογία : λόγ. στρεπτόκοκκ(ος) + -ία(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. streptococcie

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης





Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα

Χρόνος αναζήτησης : 1.07 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία