Αναζήτηση / Search
'αιματολογικός'Αντίστοιχα λήμματα λεξικού 1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)Ελληνικά : αιματολογικόςΑγγλικά : haematologic, hematologicΑ. αιματολογικός -ή -όΣημασία : που έχει σχέση με την αιματολογία ή με τον αιματολόγο: Aιματολογικές αναλύσεις / εξετάσεις. Aιματολογικό συνέδριο / τμήμα νοσοκομείου. Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. hématologique < hématolog(ie) = αιματολογ(ία) -ique = -ικόςΠηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής NεοελληνικήςΙνστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη ΤριανταφυλλίδηΕπιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησηςαιματολογική δυσκρασίααιματολογική κακοήθειααιματολογική κλινική, κλινική αιματολογίαςαιματολογική νόσος, νόσος του αίματοςαιματολογική ογκολογίααιματολογικό εργαστήριοαιματολογικό ιατρείοαιματολογικός καρκίνος
Σχετικά κείμενα 25 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.31 δευτερόλεπτα
Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνώνΕπιστροφή στην αρχική σελίδα - Επικοινωνία
Λεξικό
×