'τοξοπλάσμωση, λοίμωξη από τοξόπλασμα'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : τοξοπλάσμωση, λοίμωξη από τοξόπλασμα
Αγγλικά : toxoplasmosis
Α. τοξοπλάσμωση
Σημασία : (ιατρ.) μόλυνση που προκαλείται από τοξόπλασμα.
Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. toxoplasmose < toxoplasm(e) = τοξόπλασμ(α) -ose = -ωσις > -ωση
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
εγκεφαλική τοξοπλάσμωση, τοξοπλάσμωση του εγκεφάλου
ευκαιριακή τοξοπλάσμωση
συγγενής τοξοπλάσμωση
χρόνια τοξοπλάσμωση
Σχετικά κείμενα
5 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.01 δευτερόλεπτα