'υπέρταση, αρτηριακή υπέρταση, υπερτασική νόσος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : υπέρταση, αρτηριακή υπέρταση, υπερτασική νόσος
Αγγλικά : hypertension, arterial hypertension, hypertensive disease
Α. υπέρταση
Σημασία : (ιατρ.) αρτηριακή πίεση ανώτερη από τη φυσιολογική. ANT υπόταση.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. ὑπέρτα(σις) `υπερβολικό τέντωμα΄ -ση σημδ. γαλλ. hypertension
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
δευτεροπαθής υπέρταση
ενδοκρανιακή υπέρταση
ιδιοπαθής υπέρταση, πρωτοπαθής υπέρταση
κακοήθης υπέρταση
καλοήθης ενδοκρανιακή υπέρταση
μεμονωμένη συστολική υπέρταση
μονήρης συστολική υπέρταση
νεφραγγειακή υπέρταση
πνευμονική υπέρταση
πρωτεϊνουρική υπέρταση
πρωτοπαθής πνευμονική υπέρταση
πυλαία υπέρταση
συστολική υπέρταση
υπέρταση άσπρης μπλούζας, υπέρταση λευκής μπλούζας
υπέρταση της κύησης
υπερτασική κρίση, κρίση υπέρτασης
υπερτασικό ιατρείο, ιατρείο της υπέρτασης
χρόνια υπέρταση
Σχετικά κείμενα
66 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.18 δευτερόλεπτα