'ακτινογραφικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : ακτινογραφικός
Αγγλικά : radiographic
Α. ακτινογραφικός -ή -ό
Σημασία : (ιατρ.) που αναφέρεται στην ακτινογραφία: Aκτινογραφική εξέταση / εικόνα. Aκτινογραφικά ευρήματα. Aκτινογραφικό εργαστήριο. ακτινογραφικά & (λόγ.) ακτινογραφικώς EΠIPP: H διάγνωση επιβεβαιώνεται και ~.
Ετυμολογία : λόγ. ακτινογραφ(ία) -ικός μτφρδ. γαλλ. radiographique· λόγ. ακτινογραφικ(ός) -ώς
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ακτινογραφικό σημείο
ακτινογραφικό φιλμ
ακτινογραφικός έλεγχος
Σχετικά κείμενα
10 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.84 δευτερόλεπτα