'απόρριψη'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : απόρριψη
Αγγλικά : rejection
Α. απόρριψη
Σημασία : η ενέργεια του απορρίπτω. 1α. άρνηση να εγκρίνει κάποιος κτ. ή να το αποδεχτεί: H ~ της αίτησής του για δάνειο / για πρόσληψη. H ~ μιας πρότασης / μιας λύσης / ενός σχεδίου, η μη υιοθέτηση. || η άρνηση να αναγνωρίσουμε σε κπ. την αξία που έχει ως προσωπικότητα: H ~ του παιδιού από την οικογένεια / από το σχολείο. β. αποτυχία στις εξετάσεις που έχει ως αποτέλεσμα να μην προαχθεί κάποιος στην επόμενη τάξη ή να μη γίνει δεκτός σε κάποια σχολή. ANT προαγωγή, εισαγωγή. 2α. (λόγ.) το πέταμα άχρηστων υλικών ή αντικειμένων: Aπαγορεύεται η ~ των σκουπιδιών σε κοινόχρηστους χώρους. β. (ιατρ.) αδυναμία αφομοίωσης ή ανοχής από τον οργανισμό ξένων ιστών ή ξένου σώματος: ~ μοσχεύματος.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. ἀπόρριψις `το να ρίξεις κτ. από πάνω σου΄ (-σις > -ση) κατά τις σημ. της λ. απορρίπτω
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
απόρριψη νεφρικού μοσχεύματος
απόρριψη οργάνου
απόρριψη του μοσχεύματος
κοινωνική απόρριψη, απόρριψη από την κοινωνία
Σχετικά κείμενα
13 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.01 δευτερόλεπτα