'πρωί'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : πρωί
Αγγλικά : morning
Α. πρωί
Σημασία : α. το χρονικό διάστημα που αρχίζει με την ανατολή του ήλιου και τελειώνει λίγες ώρες αργότερα: Ένα ζεστό / ήσυχο ~, πρωινό. Θα ξεκινήσουμε το ~ και θα φτάσουμε το μεσημέρι. Tα πρωινά της Kυριακής ξυπνάω αργά. || (για τις μεταμεσονύχτιες και τις πρωινές ώρες): Στις δύο / τρεις / οκτώ το ~, προ μεσημβρίας (π.μ.). β. το τμήμα της ημέρας, από την ανατολή του ήλιου έως το μεσημέρι: Δουλεύω όλο το ~. Θα έρθω αύριο το ~. Aύριο θα έχω το ~ μου ελεύθερο, πρωινό. Έχω τα πρωινά μου ελεύθερα. Δουλειά ενός πρωινού. ΠAP H καλή μέρα* απ΄ το ~ φαίνεται. γ. η διάρκεια του πρωινού. (έκφρ.) ~ βράδυ*. από το ~ ως το βράδυ και από το βράδυ ως το ~, συνεχώς, όλο το εικοσιτετράωρο. || (ως επίρρ.) κατά τις πρώτες πρωινές ώρες: Θα ξεκινήσουμε ~, πριν σηκωθεί ψηλά ο ήλιος. Eίναι πολύ ~ ακόμα. Δουλεύει ~. ~ βράδυ / ~ απόγευμα, για να δηλώσουμε ότι κτ. γίνεται δύο φορές την ημέρα, στο αντίστοιχο διάστημα. (έκφρ.) ~ ~, πολύ πρωί: Ξύπνησα ~ ~. Πού πας ~ ~;
Ετυμολογία : ελνστ. τό πρωΐ < αρχ. επίρρ. πρωΐ
Β. ταχύ
Σημασία : (λαϊκότρ.) το πρωί.
Ετυμολογία : μσν. ταχύ ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ταχύς
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Σχετικά κείμενα
15 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.14 δευτερόλεπτα