'άσθμα, βρογχικό άσθμα, αλλεργικό άσθμα'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : άσθμα, βρογχικό άσθμα, αλλεργικό άσθμα
Αγγλικά : asthma, bronchial asthma, allergic asthma
Σημασία : Χρόνια, φλεγμονώδης διαταραχή των βρόγχων, στην οποία πολλά κύτταρα παίζουν σημαντικό ρόλο, συμπεριλαμβανομένων των μαστοκυττάρων και των ηωσινοφίλων. Σε ευαίσθητα άτομα, η φλεγμονή αυτή προκαλεί συμπτώματα που συνήθως εκδηλώνονται με διάσπαρτη και άλλοτε άλλου βαθμού απόφραξη των αεραγωγών, που συχνά είναι αναστρέψιμη αυτόματα ή μετά από φαρμακευτική αγωγή. Η φλεγμονή προκαλεί επίσης αύξηση της ευαισθησίας (υπερευαισθησία) των αεραγωγών σε μεγάλο αριθμό ερεθισμάτων.
Πηγή : Παθολογία
Διδακτικό και Ερευνητικό Προσωπικό του Τομέως Παθολογίας
Ιατρικές Εκδόσεις Π.Χ. Πασχαλίδης
Α. άσθμα
Σημασία : (ιατρ.) πάθηση που χαρακτηρίζεται από παροξυσμούς δύσπνοιας και επίμονου βήχα: Bρογχικό / αλλεργικό / καρδιακό ~.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. pσθμα
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ασθματική κρίση, κρίση άσθματος
ατοπικό άσθμα
επαγγελματικό άσθμα
εργαστήριο άσθματος
ιατρείο άσθματος
παροξυσμική νυκτερινή δύσπνοια, καρδιακό άσθμα
Σχετικά κείμενα
22 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.18 δευτερόλεπτα