'στοματικό εκνέφωμα'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : στοματικό εκνέφωμα
Α. άσθμα
Σημασία : (ιατρ.) πάθηση που χαρακτηρίζεται από παροξυσμούς δύσπνοιας και επίμονου βήχα: Bρογχικό / αλλεργικό / καρδιακό ~.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. pσθμα
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
άσθμα, βρογχικό άσθμα, αλλεργικό άσθμα
Σχετικά κείμενα
22 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.62 δευτερόλεπτα