Αναζήτηση / Search

  

 

'γλαύκωμα'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : γλαύκωμα
Αγγλικά : glaucoma

Σημασία : Η αύξηση της ενδοφθάλμιας πιέσεως πάνω από τα φυσιολογικά όρια (21-25 mmHg), με αποτέλεσμα τη συμπίεση και ισχαιμία του οπτικού νεύρου.


Α. γλαύκωμα

Σημασία : (ιατρ.) πάθηση των ματιών κατά την οποία η μεγάλη ενδοφθάλμια πίεση θολώνει τον κρυσταλλώδη φακό και προκαλεί ελάττωση της όρασης που μπορεί να οδηγήσει στην τύφλωση.

Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. γλαύκωμα

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

γλαύκωμα κλειστής γωνίαςδευτεροπαθές γλαύκωμανεοαγγειακό γλαύκωμαοξύ γλαύκωμα κλειστής γωνίαςπρωτοπαθές γλαύκωμασυγγενές γλαύκωματραυματικό γλαύκωμαχρόνιο γλαύκωμαψευδοαποφολιδωτικό γλαύκωμα



Σχετικά κείμενα

20 αποτελέσματα βρέθηκαν

1Α' Οφθαλμολογική Κλινική
2Παθοφυσιολογικοί μηχανισμοί και βασικές αρχές στην αντιμετώπιση της επιληπτικής εγκύου
3Θεραπεία αυτοάνοσων νοσημάτων
4Κατάθλιψη και ηλικιωμένοι
5Αλοπεριδόλη
6Αλπραζολάμη
7Καρβαμαζεπίνη
8Χλωμιπραμίνη
9Κλοναζεπάμη
10Κλοραζεπάτη
11Κλοζαπίνη
12Διαζεπάμη
13Λίθιο
14Νορτριπτυλίνη
15Ολανζαπίνη
16Βιπεριδίνη
17Ζολπιδέμη
18Τα laser και οι εφαρμογές τους - 8. Εφραρμογές του laser
19Φως, οφθαλμοί και όραση
20Μηχανική των ρευστών

Χρόνος αναζήτησης : 2.17 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία