'βιοτικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : βιοτικός
Αγγλικά : biotic
Α. βιοτικός -ή -ό
Σημασία : που αναφέρεται στη ζωή των ανθρώπων: H άνοδος / η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του λαού. Oι βιοτικές ανάγκες διαφέρουν από εποχή σε εποχή και από χώρα σε χώρα. Oι βιοτικές μέριμνες περιορίζουν τα άλλα ενδιαφέροντα του ανθρώπου.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. βιωτικός, αρχ. σημ.: `κατάλληλος για ζωή΄ (ορθογρ. απλοπ.)
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
βιοτικό επίπεδο
βιοτικός παράγοντας
Σχετικά κείμενα
11 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.92 δευτερόλεπτα