Αναζήτηση / Search
'οίδημα της γλωττίδας'Αντίστοιχα λήμματα λεξικού 1. (Ουσιαστικό)Ελληνικά : οίδημα της γλωττίδαςΑ. οίδημαΣημασία : (ιατρ.) πρήξιμο σε ορισμένο σημείο των ιστών του σώματος που οφείλεται σε παθολογική συγκέντρωση υγρού στο σημείο αυτό: Πνευμονικό ~. Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. οἴδημαΠηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής NεοελληνικήςΙνστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη ΤριανταφυλλίδηΕπιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησηςενδοφλέβια γραμμήενδοφλέβια έγχυσηενδοφλέβια ένεσηενδοφλέβια ουρογραφίαενδοφλέβια πυελογραφίαενδοφλέβια χορήγησηενδοφλέβιο αναισθητικό φάρμακο, παρεντερικό αναισθητικό φάρμακοενδοφλέβιο διάλυμαενδοφλέβιο σκεύασμαενδοφλέβιος/intravenousσυνεχής ενδοφλέβια έγχυση, συνεχής έγχυσηφλεβικός καθετήρας, ενδοφλέβιος καθετήρας
Σχετικά κείμενα 39 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 0.65 δευτερόλεπτα
Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνώνΕπιστροφή στην αρχική σελίδα - Επικοινωνία
Λεξικό
×