'οίδημα της γλωττίδας'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : αγγειονευρωτικό οίδημα, κληρονομικό αγγειοοίδημα
Αγγλικά : angioneurotic edema, angioneurotic oedema
Α. οίδημα
Σημασία : (ιατρ.) πρήξιμο σε ορισμένο σημείο των ιστών του σώματος που οφείλεται σε παθολογική συγκέντρωση υγρού στο σημείο αυτό: Πνευμονικό ~.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. οἴδημα
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
οίδημα/edema, oedema
Σχετικά κείμενα
39 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.24 δευτερόλεπτα