Αναζήτηση / Search
'οίδημα'Αντίστοιχα λήμματα λεξικού 1. (Ουσιαστικό)Ελληνικά : οίδημαΑγγλικά : edema, oedemaΣημασία : Αύξηση της ποσότητας του εξωκυττάριου υγρού, κυρίως κατά τον μεσοκυττάριο (διάμεσο) χώρο.Α. οίδημαΣημασία : (ιατρ.) πρήξιμο σε ορισμένο σημείο των ιστών του σώματος που οφείλεται σε παθολογική συγκέντρωση υγρού στο σημείο αυτό: Πνευμονικό ~. Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. οἴδημαΠηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής NεοελληνικήςΙνστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη ΤριανταφυλλίδηΕπιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησηςαγγειονευρωτικό οίδημα, κληρονομικό αγγειοοίδημαγλωττιδικό οίδημα, οίδημα γλωττίδαςκαρδιογενές πνευμονικό οίδημαμη καρδιογενές πνευμονικό οίδημανευρογενές πνευμονικό οίδημαοίδημα βλεφάρων, οίδημα βλεφάρουοίδημα κάτω άκρωνοίδημα σφυρώνοίδημα της γλωττίδαςοίδημα της θηλήςοίδημα της ωχράς κηλίδαςοίδημα του εγκεφάλου, εγκεφαλικό οίδημαοίδημα του λάρυγγα, λαρυγγικό οίδημαοίδημα του προσώπουοξύ πνευμονικό οίδημαπεριβρογχικό οίδημαπερικογχικό οίδημαπεριφερικό οίδημαπνευμονικό οίδημαπροκνημιαίο οίδημαυποδόριο οίδημα
Σχετικά κείμενα 39 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 3.24 δευτερόλεπτα
Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνώνΕπιστροφή στην αρχική σελίδα - Επικοινωνία
Λεξικό
×