'βρεγματικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : βρεγματικός
Αγγλικά : sincipital
Α. βρεγματικός -ή -ό
Σημασία : (ανατ.) που ανήκει, αναφέρεται στο βρέγμα: Bρεγματική χώρα. Bρεγματικό οστό και ως ουσ. το βρεγματικό, τετράπλευρο οστό που βρίσκεται στο μεσαίο τμήμα του κρανίου.
Ετυμολογία : λόγ. βρεγματ- (βρέγμα) -ικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
βρεγματική απραξία
βρεγματικό οστό
βρεγματικός λοβός
Σχετικά κείμενα
7 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.50 δευτερόλεπτα