Αναζήτηση / Search

  

 

'βρεφικός'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : βρεφικός
Αγγλικά : infantile


Α. βρεφικός -ή -ό

Σημασία : που ανήκει ή που αναφέρεται στο βρέφος: Bρεφική ηλικία. ~ σταθμός. Bρεφικές τροφές / ασθένειες.

Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. βρεφικός

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

βρεφική ηλικίαβρεφική θνησιμότηταβρεφικό σκορβούτο, νόσος των Möller-Barlow



Σχετικά κείμενα

13 αποτελέσματα βρέθηκαν

1Βιταμίνη C
2Εμβόλια εφηβικής ηλικίας
3Υπερηχογράφημα 1ου τριμήνου - Εμβρυϊκές ανωμαλίες 1ου τριμήνου
4Υπερηχογράφημα 2ου τριμήνου - Σκελετικό σύστημα
5Υπερηχογράφημα 2ου τριμήνου - Εμβρυϊκοί όγκοι
6Υπερηχογράφημα 3ου τριμήνου - Παθολογικές καταστάσεις 3ου τριμήνου
7Όψιμη εμβρυϊκή περίοδος
8Συγγενής υπερπλασία των επινεφριδίων
9Σύνδρομο θηλεοποιητικών όρχεων
10Η διαφοροποίηση της ωοθήκης - Το γονίδιο DAX-1
11Κοινωνικοοικονομική κατάσταση και υγεία
12Οικονομία και υγεία
13Γενετικά νοσήματα

Χρόνος αναζήτησης : 1.71 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία