'πρωκτικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : πρωκτικός
Αγγλικά : anal
Α. γαστρικός -ή -ό
Σημασία : (ιατρ.) που έχει σχέση με το στομάχι: Γαστρικό υγρό. ~ πυρετός / φόρτος.
Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. gastrique < αρχ. γαστρ- (γαστήρ) `κοιλιά΄ -ique = -ικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ηπατοκυτταρικό αδένωμα
ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα
ηπατοκυτταρικός/hepatocytic
ηπατοκυτταρικός/hepatocellular
Σχετικά κείμενα
17 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 0.5 δευτερόλεπτα