'γλωσσικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : γλωσσικός
Αγγλικά : linguistic
Α. γλωσσικός -ή -ό
Σημασία : 1. που ανήκει στη γλώσσα 1I: ~ μυς. 2. που αναφέρεται στη γλώσσα1II: Γλωσσικά προβλήματα. Γλωσσική επικοινωνία. Aπό γλωσσική άποψη το διήγημα παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Tο γλωσσικό σημείο*. Γλωσσικός άτλαντας, σύνολο χαρτών που απεικονίζουν τις περιοχές στις οποίες εμφανίζονται συγκεκριμένα γλωσσικά φαινόμενα. Γλωσσικά μαθήματα, ελληνικά, λατινικά, ξένες γλώσσες. Γλωσσικό ζήτημα, το πρόβλημα και η διαμάχη που δημιουργείται από τη συνύπαρξη δύο γλωσσών (π.χ. καθαρεύουσας και δημοτικής). || (ως ουσ.) το γλωσσικό, το γλωσσικό ζήτημα στη νεότερη Eλλάδα: Tο γλωσσικό απασχόλησε πολλές γενιές φιλολόγων.
Ετυμολογία : λόγ. γλώσσ(α)1 -ικός (πρβ. αρχ. γλωττικόν `εργαλείο της γλώσσας΄)
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
γλωσσική αμυγδαλή
γλωσσική αρτηρία
γλωσσικό νεύρο
γλωσσικός θυρεοειδής αδένας
Σχετικά κείμενα
7 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.59 δευτερόλεπτα