Αναζήτηση / Search

  

 

'καρκίνωμα'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : καρκίνωμα
Αγγλικά : carcinoma

Σημασία : Κακόηθες νεόπλασμα του επιθηλιακού ιστού.


Α. καρκίνωμα

Σημασία : 1. (ιατρ.) κακοήθης όγκος του επιθηλιακού ιστού ή των αδένων. 2. (μτφ.) χαρακτηριστικό ανώμαλης κατάστασης που δημιουργεί μεγάλα και δυσεπίλυτα προβλήματα· καρκίνος12: H παράνομη δόμηση είναι ένα ~ που απλώνεται επικίνδυνα σε όλες τις ακτές μας. O πληθωρισμός είναι το ~ της οικονομίας μας.

Ετυμολογία : λόγ.: 1: αρχ. καρκίνωμα· 2: σημδ. αγγλ. cancerous

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

αδενοειδές-κυστικό καρκίνωμαακανθοκυτταρικό καρκίνωμαβασικοκυτταρικό καρκίνωμαβασικοκυτταρικό καρκίνωμα του δέρματοςβλεννοεπιδερμοειδές καρκίνωμαβρογχιολοκυψελιδικό καρκίνωμαεμβρυϊκό καρκίνωμαεπιδερμοειδές καρκίνωμαηπατοκυτταρικό καρκίνωμακαρκίνος του πνεύμονα, βρογχογενές καρκίνωμακαρκίνωμα της ουροδόχου κύστηςκαρκίνωμα του δέρματοςκαρκίνωμα του ενδομητρίου, ενδομητρικό καρκίνωμακαρκίνωμα του θυρεοειδούς αδένακαρκίνωμα του μαστούκαρκίνωμα του οισοφάγου, οισοφαγικό καρκίνωμακαρκίνωμα του πνεύμονακαρκίνωμα του στομάχου, γαστρικό καρκίνωμακαρκίνωμα του τραχήλου της μήτραςκαρκίνωμα των όρχεωνκαρκίνωμα των ωοθηκώνμεταστατικό καρκίνωμαορθοκολικό καρκίνωμαπαγκρεατικό καρκίνωμα, καρκίνωμα του παγκρέατοςπρωκτικό καρκίνωμα, καρκίνωμα του πρωκτούρινοφαρυγγικό καρκίνωμα



Σχετικά κείμενα

11 αποτελέσματα βρέθηκαν

Χρόνος αναζήτησης : 1.62 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία