Αναζήτηση / Search
'γυναικολογικός'Αντίστοιχα λήμματα λεξικού 1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)Ελληνικά : γυναικολογικόςΑγγλικά : gynaecologic, gynecologicΑ. γυναικολογικός -ή -όΣημασία : που έχει σχέση με τη γυναικολογία ή με το γυναικολόγο: Γυναικολογική εξέταση. Γυναικολογικές παθήσεις. Γυναικολογική κλινική. Έχει προβλήματα γυναικολογικής φύσεως. Γυναικολογική Eταιρεία, που την αποτελούν γυναικολόγοι.Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. gynécologique < gynécolog(ie) = γυναικολογ(ία) -ique = -ικόςΠηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής NεοελληνικήςΙνστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη ΤριανταφυλλίδηΕπιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησηςαμφίχειρη γυναικολογική εξέτασηγυναικολογική ενδοκρινολογίαγυναικολογική εξέτασηγυναικολογική κλινική, κλινική γυναικολογίαςγυναικολογική λοίμωξηγυναικολογική ογκολογίαγυναικολογική χειρουργική επέμβασηγυναικολογικό ιατρείογυναικολογικό τμήμαγυναικολογικός καρκίνοςγυναικολογικός όγκος
Σχετικά κείμενα 132 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 7.51 δευτερόλεπτα
Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνώνΕπιστροφή στην αρχική σελίδα - Επικοινωνία
Λεξικό
×