'δεσμευτικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : δεσμευτικός
Αγγλικά : binding
Α. δεσμευτικός -ή -ό
Σημασία : που δεσμεύει: Δεσμευτικοί όροι συμβολαίου. δεσμευτικά EΠIPP.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. δεσμευτικός `κατάλληλος να δεθεί σε ένα σύνολο΄ σημδ. αγγλ. binding
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αυχενικό κολάρο
δεσμευτική ενέργεια
δεσμευτική πρωτεΐνη
δεσμευτικό αντίσωμα
δεσμευτικό των χολικών οξέων
Σχετικά κείμενα
24 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.45 δευτερόλεπτα