'υπενδοκάρδιος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : υπενδοκάρδιος
Αγγλικά : subendocardial
Α. αέριο
Σημασία : κάθε υλικό σώμα που δεν έχει ούτε ορισμένο σχήμα ούτε ορισμένο όγκο: Φυσικά / χημικά / ευγενή αέρια. Tο οξυγόνο και το υδρογόνο ανήκουν στα αέρια. Kαύσιμα αέρια. Kροτούν* ~. Φωτιστικό ~. || (Πολεμικά / ασφυξιογόνα / δηλητηριώδη / δακρυγόνα) αέρια. || (Eντερικά) αέρια, που σχηματίζονται στα έντερα. || Θάλαμος* αερίων.
Ετυμολογία : λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. αέριος σημδ. γαλλ. gaz
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
επαγγελματική έκθεση
επαγγελματική νόσος
επαγγελματικό άσθμα
επαγγελματικός/professional
επαγγελματικός/occupational
επαγγελματικός καρκίνος
Σχετικά κείμενα
39 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.43 δευτερόλεπτα