Σημασία : 1.(ιατρ.) παρασκεύασμα μικροβίων και παραγώγων τους που εισάγεται στον οργανισμό με σκοπό την πρόκληση ανοσίας σε ορισμένη νόσο ή την ανάπτυξη αμυντικών δυνάμεων: Aντιτυφικό / αντιχολερικό / αντιτετανικό ~. ~ διφθερίτιδας / ιλαράς. Πολλαπλό ~. Kάνω ~, εμβολιάζω άλλον ή εμβολιάζομαι. H παρασκευή εμβολίου κατά της γρίπης. ~ κατά της ευλογιάς, βατσίνα, δαμαλισμός. || το σημάδι που αφήνει στο δέρμα ο εμβολιασμός: Έχω ένα ~ στο αριστερό μου μπράτσο. 2. (γεωπ.) μικρό τμήμα βλαστού που χρησιμοποιείται για εμβολιασμό· μπόλι.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. ἐμβόλιον
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης