'εξελικτικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : εξελικτική ανθρωπολογία
Α. εκκριτικός -ή -ό
Σημασία : (φυσιολ.) που αναφέρεται στην έκκριση· που έχει σχέση με τη λειτουργία της έκκρισης ή που συμμετέχει σε αυτήν: Eκκριτικά φαινόμενα. Eκκριτικό σύστημα. Eκκριτικά κύτταρα / όργανα. Eκκριτικοί ιστοί / αγωγοί.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. ἐκκριτικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
εκκριτικός/secretory
Σχετικά κείμενα
38 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.31 δευτερόλεπτα