'ενδοκυτταρικός, ενδοκυττάριος, εσωκυτταρικός, εσωκυττάριος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : ενδοκυτταρικός, ενδοκυττάριος, εσωκυτταρικός, εσωκυττάριος
Αγγλικά : intracellular, endocytic
Α. ενδοκυτταρικός -ή -ό
Σημασία : (βιολ., ιατρ.) που βρίσκεται ή συντελείται στο εσωτερικό των κυττάρων. ANT εξωκυτταρικός. Eνδοκυτταρικό υγρό. Eνδοκυτταρική πέψη.
Ετυμολογία : λόγ. ενδο- + κυτταρικός μτφρδ. διεθ. endo- = ενδο- + cellular = κυτταρικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ενδοκυτταρική λοίμωξη
ενδοκυτταρικό ασβέστιο
ενδοκυτταρικό ιόν
ενδοκυτταρικό νερό
ενδοκυτταρικό παράσιτο
ενδοκυτταρικό υγρό
ενδοκυτταρικός πολλαπλασιασμός
ενδοκυτταρικός ταχυζωίτης
Σχετικά κείμενα
23 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.39 δευτερόλεπτα