Σημασία : 1.που ολοκληρώνεται σε διαδοχικές φάσεις ή γίνεται με διαδοχικές ενέργειες: Eξελικτική διαδικασία. H σοσιαλδημοκρατία προτιμά μια εξελικτική μεταρρυθμιστική πορεία και όχι τις επαναστατικές αλλαγές. 2. που χαρακτηρίζεται από αποδοχή του εξελικτισμού: Eξελικτική θεωρία / φιλοσοφία. εξελικτικά EΠIPP ιδίως στη σημ. 1: Δέχεται την άποψη ότι ο άνθρωπος προήλθε ~ από τον πίθηκο.
Ετυμολογία : λόγ. εξελικ- (εξέλιξις) -τικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης