'εγκάρσιος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : εγκάρσια απόφυση
Αγγλικά : transverse process
Α. εξελικτικός -ή -ό
Σημασία : 1.που ολοκληρώνεται σε διαδοχικές φάσεις ή γίνεται με διαδοχικές ενέργειες: Eξελικτική διαδικασία. H σοσιαλδημοκρατία προτιμά μια εξελικτική μεταρρυθμιστική πορεία και όχι τις επαναστατικές αλλαγές. 2. που χαρακτηρίζεται από αποδοχή του εξελικτισμού: Eξελικτική θεωρία / φιλοσοφία. εξελικτικά EΠIPP ιδίως στη σημ. 1: Δέχεται την άποψη ότι ο άνθρωπος προήλθε ~ από τον πίθηκο.
Ετυμολογία : λόγ. εξελικ- (εξέλιξις) -τικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
εξελικτικός/evolutionary
Σχετικά κείμενα
20 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.40 δευτερόλεπτα