'κυτταρική δραστηριότητα, δραστηριότητα του κυττάρου, δραστηριότητα των κυττάρων'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : κυτταρική δραστηριότητα, δραστηριότητα του κυττάρου, δραστηριότητα των κυττάρων
Αγγλικά : cellular activity
Α. κύτταρο
Σημασία : 1. (βιολ.) η βασική μορφολογική και λειτουργική μονάδα κάθε ζωντανού οργανισμού: Mεμβράνη / πρωτόπλασμα / πυρήνας του κυττάρου. Nευρικά κύτταρα. Aνώμαλα / κακοήθη κύτταρα. Yπάρχουν οργανισμοί που αποτελούνται από ένα μόνο ~. 2. (μτφ.) το βασικό, το πρωταρχικό στοιχείο ενός οργανωμένου συνόλου: H οικογένεια είναι το ~ της κοινωνίας.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. κύτταρον (& κύτταρος, ὁ) `κελί κυψέλης΄ σημδ. γαλλ. cellule
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
άτυπη κατάθλιψη
άτυπη χολινεστεράση
άτυπη ψευδοχολινεστεράση
άτυπο αντιψυχωσικό φάρμακο
άτυπο μυκοβακτηρίδιο
άτυπος/informal
άτυπος προσωπικός πόνος
Σχετικά κείμενα
249 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.34 δευτερόλεπτα