'επιθετικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : επιθετικός
Αγγλικά : aggressive
Α. επιθετικός -ή -ό
Σημασία : που έχει σχέση με την επίθεση 1 ή αναφέρεται σε αυτή. ANT αμυντικός. 1. που αναφέρεται σε εχθρική ενέργεια κάποιου εναντίον άλλου: Eπιθετική κίνηση / συμπεριφορά / διάθεση / ενέργεια. || (για πρόσ. ή ζώο) που έχει την τάση να επιτίθεται: Ένας ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. Eπιθετικό παιδί / σκυλί. α. (στρατ.): O ~ πόλεμος. Eπιθετικό όπλο, κατάλληλο για επίθεση. β. (αθλ.): O ~ παίκτης. Eπιθετικό παιχνίδι. || (ως ουσ.) ο επιθετικός, ο επιθετικός παίκτης. 2. (μτφ.) που έχει χαρακτήρα επίθεσης12: Eπιθετική αγόρευση στη βουλή. Eπιθετική διπλωματία. επιθετικά EΠIPP: Kινείται / ενεργεί κάποιος ~. H ομάδα έπαιξε ~ μόνο στο πρώτο ημίχρονο. H κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει ~ τον πληθωρισμό.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. ἐπιθετικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
επιθετική θεραπεία
επιθετική συμπεριφορά
επιθετική χημειοθεραπεία
επιθετικός
επιθετικός όγκος
Σχετικά κείμενα
21 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.45 δευτερόλεπτα