Αναζήτηση / Search
'πυελικός'Αντίστοιχα λήμματα λεξικού 1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)Ελληνικά : πυελικόςΑγγλικά : pelvicΑ. πυελικός -ή -όΣημασία : που έχει σχέση με την πύελο ή τη νεφρική πύελο.Ετυμολογία : λόγ. < διεθ. pyel(o)- = πύελ(ος) + -ic = -ικόςΠηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής NεοελληνικήςΙνστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη ΤριανταφυλλίδηΕπιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησηςπερίνεο, πυελικό έδαφοςπυελική κοιλότητα, κοιλότητα της πυέλουπυελική λοίμωξη, λοίμωξη της πυέλουπυελική ουρήθραπυελική περιτονίτιδα, περιτονίτιδα της πυέλουπυελική φλεγμονή, φλεγμονή της πυέλουπυελικό απόστημα, απόστημα της πυέλουπυελικό διάφραγμαπυελικό νεύροπυελικό όργανο, όργανο της πυέλουπυελικό περιτόναιο, περιτόναιο της πυέλουπυελικός λεμφαδένας, λεμφαδένας της πυέλουπυελικός μύς, μύς της πυέλουπυελικός όγκος, όγκος της πυέλουπυελικός σωλήνας
Σχετικά κείμενα 124 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 8.03 δευτερόλεπτα
Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνώνΕπιστροφή στην αρχική σελίδα - Επικοινωνία
Λεξικό
×