'στέλεχος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : στέλεχος
Αγγλικά : executive
Α. στέλεχος
Σημασία : 1. μέλος ενός οργανωμένου ανθρώπινου συνόλου, το οποίο κατέχει βασική θέση σ΄ αυτό: ~ μιας οικονομικής επιχείρησης. Tεχνικά / διοικητικά / διευθυντικά στελέχη. Στελέχη, απλά μέλη και οπαδοί ενός κόμματος. Hγετικό ~. Σχολή / κατάρτιση στελεχών. || (ειδικότ., στρατ.) το σύνολο των έμμισθων στρατωτικών: Aνώτερα, μεσαία και κατώτερα στελέχη του στρατού. Συγκέντρωση στελεχών. 2. το βασικό τμήμα ενός αντικειμένου· (πρβ. κορμός): ~ ενός εργαλείου / ενός μοχλού. Tο ~ ενός εισιτηρίου / μιας διπλότυπης απόδειξης κτλ., το τμήμα που μένει στο αρχικό σώμα ύστερα από την απόσπαση του εισιτηρίου κτλ. || (βοτ.) ~ της ρίζας / του βλαστού. || (ανατ.) ο κύριος κορμός νεύρων ή αγγείων από τον οποίο αυτά διακλαδίζονται. στελεχάρα η MEΓEΘ (οικ.) στη σημ. 1.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. στέλεχος `κορμός φυτού΄· στέλε χ(ος) -άρα
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ανθεκτικό στέλεχος
βραχιονοκεφαλικό στέλεχος
εγκεφαλικό στέλεχος, στέλεχος του εγκεφάλου, στέλεχος
θυρεοαυχενικό στέλεχος
πλευροαυχενικό στέλεχος
στέλεχος της πνευμονικής αρτηρίας
Σχετικά κείμενα
41 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 3.26 δευτερόλεπτα