'θερμικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : θερμικός
Αγγλικά : thermic
Α. θερμικός -ή -ό
Σημασία : 1. που έχει σχέση με τη θερμότητα ως μορφή ενέργειας: Θερμική αγωγιμότητα / αντοχή / μονάδα. 2. που προέρχεται από τη θερμότητα: Θερμική ακτινοβολία / διαστολή / ενέργεια. Θερμικό αίσθημα. || Θερμική μόνωση, που διατηρεί τη θερμότητα. 3. που γίνεται ή λειτουργεί με τη θερμότητα: Θερμική κατεργασία. ~ κινητήρας, που μετατρέπει τη θερμική ενέργεια σε μηχανική.
Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. thermique < αρχ. θερμ(ός) -ique = -ικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
θερμική αγωγιμότητα
θερμική βλάβη, βλάβη από θερμότητα
θερμική ενέργεια
θερμική κίνηση
θερμικό έγκαυμα, έγκαυμα από θερμότητα
θερμικό σοκ
Σχετικά κείμενα
18 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.00 δευτερόλεπτα