Αναζήτηση / Search

  

 

'Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός, ΕΕΣ'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : ελληνική γλώσσα, ελληνικά, ελληνική


Α. κολλαρίζω -ομαι & κολλάρω -ομαι

Σημασία : ραντίζω τα λινά ή βαμβακερά ρούχα που πρόκειται να σιδερώσω με κόλλα2, έτσι ώστε με το σιδέρωμα να γίνουν κρουστά, ντούρα: Kολλαρισμένος γιακάς.

Ετυμολογία : κόλλ(α) -άρω και μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. κολλαρισ-

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

δημητριακά



Σχετικά κείμενα

10 αποτελέσματα βρέθηκαν

Χρόνος αναζήτησης : 0.87 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία