'δημητριακά'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : δημητριακά
Α. κολλαρίζω -ομαι & κολλάρω -ομαι
Σημασία : ραντίζω τα λινά ή βαμβακερά ρούχα που πρόκειται να σιδερώσω με κόλλα2, έτσι ώστε με το σιδέρωμα να γίνουν κρουστά, ντούρα: Kολλαρισμένος γιακάς.
Ετυμολογία : κόλλ(α) -άρω και μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. κολλαρισ-
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
δημητριακά ολικής άλεσης, ολικής άλεσης δημητριακά
Σχετικά κείμενα
10 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.81 δευτερόλεπτα