'κυλινδρικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : κυλινδρικός
Αγγλικά : cylindric
Α. κυλινδρικός -ή -ό
Σημασία : που έχει το σχήμα κυλίνδρου: Kυλινδρική επιφάνεια. Kυλινδρικό έμβολο. Kυλινδρικό πιεστήριο.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. κυλινδρικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
κυλινδρικό επιθηλιακό κύτταρο
κυλινδρικό επιθήλιο
χαμηλό κυλινδρικό επιθήλιο
ψευδοπολύστιβο κυλινδρικό επιθήλιο
ψευδοπολύστοιβο κυλινδρικό επιθήλιο
Σχετικά κείμενα
18 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.09 δευτερόλεπτα