'λαρυγγικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : λαρυγγικός
Αγγλικά : laryngeal
Α. λαρυγγικός -ή -ό
Σημασία : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στο λάρυγγα: Λαρυγγικά νεύρα. Λαρυγγικές αρτηρίες. Λαρυγγικοί μύες. 2. που σχηματίζεται στο λάρυγγα, που περνάει μέσα από αυτόν: Λαρυγγικοί φθόγγοι, που αρθρώνονται στο λάρυγγα, γλωσσιδικοί. || (ως ουσ.) τα λαρυγγικά, οι λαρυγγικοί φθόγγοι.
Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. laryngale < αρχ. λαρυγγ- (λάρυγξ) -ale = -ικός (π.χ. το αγγλ. σύμφ. [h]) (διαφ. το ελνστ. λαρυγγικός `λαίμαργος΄)
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
άνω λαρυγγική αρτηρία
άνω λαρυγγικό νεύρο
κάτω λαρυγγική αρτηρία
κάτω λαρυγγικό νεύρο, παλίνδρομο νεύρο
λαρυγγική υποπλασία, υποπλασία του λάρυγγα
λαρυγγική φυματίωση, φυματίωση του λάρυγγα
λαρυγγικό θήλωμα, θήλωμα του λάρυγγα
οίδημα του λάρυγγα, λαρυγγικό οίδημα
χόνδρος του λάρυγγα, λαρυγγικός χόνδρος
Σχετικά κείμενα
1 αποτέλεσμα βρέθηκε
Χρόνος αναζήτησης : 1.12 δευτερόλεπτα